ἐπαναχωρήσασα

ἐπαναχωρήσασα
ἐπαναχωρήσᾱσα , ἐπαναχωρέω
retreat
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐπαναχωρήσᾱσα , ἐπαναχωρέω
retreat
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαναχωρώ — ἐπαναχωρῶ, έω (Α) αποσύρομαι, επανέρχομαι, αναχωρώ (α. «παύεσθ , ἐπαναχωρεῑτε, μὴ σκωλεύετε», Αριστοφ. β. «ἐπαναχωρήσασα πρὸς τὰ μετέωρα», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”